- κολεοφόρος
- κολεοφόρος, ὁ (Α)1. αυτός που κρατά κολεό2. (στον πληθ. ως κύριο όν.). οἱ Κολεοφόροιτίτλος κωμωδίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός «θήκη ξίφους» + -φόρος (< φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολεός — I Επίπεδη βάση φύλλων, η οποία περιβάλλει τον βλαστό κατά μήκος των γονάτων και συναντάται κυρίως στα άμισχα φύλλα των μονοκοτυλήδονων φυτών, όπως είναι το σιτάρι και τα άλλα αγρωστώδη φυτά. Διακρίνοναι δύο τύποι κ.: ο ανοιχτός και ο κλειστός·… … Dictionary of Greek